- μεσσοικέται
- μες<ς>οικέται· μέτοικοι, ἢ οἱ τὰς λαγόνας οἰκοῦντες, Hsch. [full] μές<ς>οπα· ἱμάντα τὸν περὶ τὸν ζυγὸν καὶ τὸ ἄροτρον δεδεμένον, Id.; cf. μέσαβον. [full] μεσσο-παγής, [suff] μεσσο-παλής, v. μεσοπ-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.